κνίσα

κνίσα
η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση)
1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ' οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» — η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.)
2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το κρέας και τα κόκαλα τού σφαγίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. λατ. nidor «οσμή ψητού κρέατος» < *qnidos, αρχ. νορβ. hniss «οσμή λίπους» < *qnid-to) οδηγούν σε αρχικό ελλ. τ. *κνιδ-σᾱ, που έδωσε τον επικ. τ. κνίση και μεταγενέστερα τον αττ. τ. κνῖσă. Η συγγένεια, εξάλλου, τού αρχ. νορβ. τ. hniss με το ρ. hnitan «αγγίζω» αποτελεί ισχυρή ένδειξη συγγένειας τού κνῖσα με το κνίζω* «ξύνω». Παρλλ. σημασιολογικά είναι και η συγγένεια τού γοτθ. stiggan «αγγίζω» με το αρχ. άνω γερμ. stinkan «μυρίζω άσχημα». Το κνῖσα επομένως συνδέεται με το κνῐζω, εμφανίζοντας όμως μακρό φωνήεν --, όπως ακριβώς και το κνίδη* «τσουκνίδα».
ΠΑΡ. αρχ. κνισαλέος, κνισάριον, κνισήεις, κνισηρός, κνιστός, κνισώ / -άω
αρχ.-μσν.
κνισώ / -όω, κνισώδης, κνισωτός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνισοδιώκτης, κνισοκόλαξ, κνισολοιχία, κνισολοιχός, κνισοτηρητής
μσν.
κνισοθύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κνῖσα — steam and odour of fat fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσα — κνίζω scratch aor ind act 1st sg (homeric ionic) κνί̱σᾱ , κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc/acc dual κνί̱σᾱ , κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc/acc dual (epic) κνί̱σᾱ , κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσᾳ — κνίσαι , κνίζω scratch aor imperat mid 2nd sg κνίσαι , κνίζω scratch aor inf act κνί̱σᾱͅ , κνῖσα steam and odour of fat fem dat sg (doric aeolic) κνί̱σᾱͅ , κνῖσα steam and odour of fat fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσα — η ο καπνός και η μυρουδιά του κρέατος που ψήνεται, τσίκνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κνισᾷ — κνῑσᾷ , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice pres subj mp 2nd sg κνῑσᾷ , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice pres ind mp 2nd sg (epic) κνῑσᾷ , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice pres subj act 3rd sg κνῑσᾷ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσας — κνίσᾱς , κνίζω scratch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κνίζω scratch aor ind act 2nd sg (homeric ionic) κνί̱σᾱς , κνῖσα steam and odour of fat fem acc pl κνί̱σᾱς , κνῖσα steam and odour of fat fem gen sg (doric aeolic) κνί̱σᾱς …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνῖσαι — κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc pl κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισσᾶν — κνῖσα steam and odour of fat fem gen pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνῖσαν — κνῖσα steam and odour of fat fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσασαν — κνίσᾱσαν , κνίζω scratch aor part act fem acc sg (attic epic ionic) κνί̱σᾱσαν , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice aor ind act 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”